- μηνίσκους
- μηνίσκοςlunar crescentmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηνίσκος — I (Ανατ.). Ινοχόνδρινος σχηματισμός που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο αρθρικών επιφανειών, με προορισμό να βελτιώνει την εφαρμογή τους. Από το αρθρικό σύστημα του ανθρώπου αναφέρεται ο μ. της γναθοκροταφικής άρθρωσης, που βρίσκεται ανάμεσα στον… … Dictionary of Greek
οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την … Dictionary of Greek
Τάνος — Αρχαία πόλη της Κρήτης. Οι νεότεροι γεωγράφοι αγνοούν την ύπαρξή της. Αναφέρεται μόνο από τον Στέφανο τον Βυζάντιο. Από τον τύπο των νομισμάτων που βρέθηκαν και που μοιάζουν με εκείνα της Κυδωνίας, συμπεραίνεται ότι η Τ. βρισκόταν κοντά σε αυτήν … Dictionary of Greek